εγκατέστησα
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐγκατέστησα
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εγκατέστησα • (egkatéstisa)
- 1st person singular simple past form of εγκαθιστώ (egkathistó).
εγκατέστησα • (egkatéstisa)