εθνικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εθνικοποίηση • (ethnikopoíisi) f (plural ετηνικοποιήσεις)
- nationalisation, taken into public ownership
- Synonym: κρατικοποίηση (kratikopoíisi)
- Antonym: ιδιωτικοποίηση (idiotikopoíisi)
- Coordinate term: κοινωνικοποίηση (koinonikopoíisi)
Declension
[edit]Declension of εθνικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εθνικοποίηση • | εθνικοποιήσεις • | |
genitive | εθνικοποίησης • | εθνικοποιήσεων • | |
accusative | εθνικοποίηση • | εθνικοποιήσεις • | |
vocative | εθνικοποίηση • | εθνικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: εθνικοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- εθνικοποιώ (ethnikopoió, “I nationalise”)
Further reading
[edit]- Κρατικοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el