ειρωνεία
Jump to navigation
Jump to search
See also: εἰρωνεία
Greek
[edit]Noun
[edit]ειρωνεία • (eironeía) f (plural ειρωνείες)
Declension
[edit]Declension of ειρωνεία
Related terms
[edit]- είρων m or f (eíron, “ironist”)
- ειρωνεύομαι (eironévomai, “to be ironic”, verb)
- ειρωνικός (eironikós, “ironic”, adjective)
- ειρωνικά (eironiká, “ironically”, adverb)