εκτελεστικό απόσπασμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εκτελεστικό απόσπασμα • (ektelestikó apóspasma) n (plural εκτελεστικά αποσπάσματα)
εκτελεστικό απόσπασμα • (ektelestikó apóspasma) n (plural εκτελεστικά αποσπάσματα)