ελευθεροτεκτονισμός
Greek
Noun
ελευθεροτεκτονισμός • (eleftherotektonismós) m (uncountable)
Declension
ελευθεροτεκτονισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ελευθεροτεκτονισμός • |
genitive | ελευθεροτεκτονισμού • |
accusative | ελευθεροτεκτονισμό • |
vocative | ελευθεροτεκτονισμέ • |
Synonyms
- τεκτονισμός m (tektonismós)