εννιακοσιοστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
εννιακοσιοστός • (enniakosiostós) m (feminine εννιακοσιοστή, neuter εννιακοσιοστό)
Declension[edit]
Declension of εννιακοσιοστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εννιακοσιοστός • | εννιακοσιοστή • | εννιακοσιοστό • | εννιακοσιοστοί • | εννιακοσιοστές • | εννιακοσιοστά • |
genitive | εννιακοσιοστού • | εννιακοσιοστής • | εννιακοσιοστού • | εννιακοσιοστών • | εννιακοσιοστών • | εννιακοσιοστών • |
accusative | εννιακοσιοστό • | εννιακοσιοστή • | εννιακοσιοστό • | εννιακοσιοστούς • | εννιακοσιοστές • | εννιακοσιοστά • |
vocative | εννιακοσιοστέ • | εννιακοσιοστή • | εννιακοσιοστό • | εννιακοσιοστοί • | εννιακοσιοστές • | εννιακοσιοστά • |
Alternative forms[edit]
- εννεακοσιοστός (enneakosiostós)