εξατομίκευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εξατομικεύω (exatomikévo) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εξατομίκευση • (exatomíkefsi) f (plural εξατομικεύσεις)
Declension
[edit]Declension of εξατομίκευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εξατομίκευση • | εξατομικεύσεις • | |
genitive | εξατομίκευσης • | εξατομικεύσεων • | |
accusative | εξατομίκευση • | εξατομικεύσεις • | |
vocative | εξατομίκευση • | εξατομικεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: εξατομικεύσεως • |
Related terms
[edit]- εξατομικεύω (exatomikévo)
References
[edit]- ^ εξατομίκευση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language