εξομολογήτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εξομολογήτρια • (exomologítria) f (plural εξομολογήτριες, masculine εξομολογητής)
Declension
[edit]Declension of εξομολογήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξομολογήτρια • | εξομολογήτριες • |
genitive | εξομολογήτριας • | εξομολογητριών • |
accusative | εξομολογήτρια • | εξομολογήτριες • |
vocative | εξομολογήτρια • | εξομολογήτριες • |