εξόστωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εξόστωση • (exóstosi) f (plural εξοστώσεις)
Declension
[edit]Declension of εξόστωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εξόστωση • | εξοστώσεις • | |
genitive | εξόστωσης • | εξοστώσεων • | |
accusative | εξόστωση • | εξοστώσεις • | |
vocative | εξόστωση • | εξοστώσεις • | |
Older or formal genitive singular: εξοστώσεως • |