επαφή
Greek
[edit]Noun
[edit]επαφή • (epafí) f (plural επαφές)
- touch, contact
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- both parts must maintain contact until the glue has set
- πρέπει τα δύο μέρη να μείνουν σε επαφή έως ότου η κόλλα στεγνώσει
- electrical contact
Declension
[edit]Declension of επαφή
Related terms
[edit]- φακός επαφής m (fakós epafís, “contact lens”)