ετοιματζίδικος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ετοιματζίδικος • (etoimatzídikos) m (feminine ετοιματζίδικη, neuter ετοιματζίδικο)
- ready-to-wear, off-the-peg (UK), off-the-rack (US)
Declension[edit]
Declension of ετοιματζίδικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ετοιματζίδικος • | ετοιματζίδικη • | ετοιματζίδικο • | ετοιματζίδικοι • | ετοιματζίδικες • | ετοιματζίδικα • |
genitive | ετοιματζίδικου • | ετοιματζίδικης • | ετοιματζίδικου • | ετοιματζίδικων • | ετοιματζίδικων • | ετοιματζίδικων • |
accusative | ετοιματζίδικο • | ετοιματζίδικη • | ετοιματζίδικο • | ετοιματζίδικους • | ετοιματζίδικες • | ετοιματζίδικα • |
vocative | ετοιματζίδικε • | ετοιματζίδικη • | ετοιματζίδικο • | ετοιματζίδικοι • | ετοιματζίδικες • | ετοιματζίδικα • |
Synonyms[edit]
- αγοραστός (agorastós)
Related terms[edit]
- see: έτοιμος (étoimos, “ready”)