ευαισθητοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]IPA: [evesθitoˈpiisi]
Noun
[edit]ευαισθητοποίηση • (evaisthitopoíisi) f (uncountable)
- sensitisation (UK), sensitization (US)
- Antonym: απευαισθητοποίηση (apevaisthitopoíisi)
Declension
[edit] ευαισθητοποίηση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | ευαισθητοποίηση • | |
genitive | ευαισθητοποίησης • | |
accusative | ευαισθητοποίηση • | |
vocative | ευαισθητοποίηση • | |
Older or formal genitive singular: ευαισθητοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- ευαισθητοποιώ (evaisthitopoió, “I sensitise”)
- and see: ευαίσθητος (evaísthitos, “sensitive”)