ευπροσάρμοστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ευπροσάρμοστος • (efprosármostos) m (feminine ευπροσάρμοστη, neuter ευπροσάρμοστο)
Declension[edit]
Declension of ευπροσάρμοστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευπροσάρμοστος • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστοι • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
genitive | ευπροσάρμοστου • | ευπροσάρμοστης • | ευπροσάρμοστου • | ευπροσάρμοστων • | ευπροσάρμοστων • | ευπροσάρμοστων • |
accusative | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστους • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
vocative | ευπροσάρμοστε • | ευπροσάρμοστη • | ευπροσάρμοστο • | ευπροσάρμοστοι • | ευπροσάρμοστες • | ευπροσάρμοστα • |
Related terms[edit]
- see: προσαρμόζω (prosarmózo, “to adapt or adjust”)