ηγουμενοσυμβούλιο
Greek
Noun
ηγουμενοσυμβούλιο • (igoumenosymvoúlio) n (plural ηγουμενοσυμβούλια)
- the board of management of a abbey, priory, etc
Declension
Declension of ηγουμενοσυμβούλιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηγουμενοσυμβούλιο • | ηγουμενοσυμβούλια • |
genitive | ηγουμενοσυμβουλίου •, ηγουμενοσυμβούλιου • | ηγουμενοσυμβουλίων • |
accusative | ηγουμενοσυμβούλιο • | ηγουμενοσυμβούλια • |
vocative | ηγουμενοσυμβούλιο • | ηγουμενοσυμβούλια • |