ηθικολόγος
Greek
Noun
ηθικολόγος • (ithikológos) m or f (plural ηθικολόγοι)
Declension
Declension of ηθικολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηθικολόγος • | ηθικολόγοι • |
genitive | ηθικολόγου • | ηθικολόγων • |
accusative | ηθικολόγο • | ηθικολόγους • |
vocative | ηθικολόγε • | ηθικολόγοι • |