ηχηρότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ηχηρότητα • (ichirótita) f (plural ηχηρότητες)
Declension
[edit]Declension of ηχηρότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηχηρότητα • | ηχηρότητες • |
genitive | ηχηρότητας • | ηχηροτήτων • |
accusative | ηχηρότητα • | ηχηρότητες • |
vocative | ηχηρότητα • | ηχηρότητες • |