ιβηρικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἰβηρικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Hellenistic Koine Greek ἰβηρικός from Ἰβηρία (Ibēría).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ιβηρικός • (ivirikós) m (feminine ιβηρική, neuter ιβηρικό)
- of or relating to Iberia
Declension
[edit]Declension of ιβηρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιβηρικός • | ιβηρική • | ιβηρικό • | ιβηρικοί • | ιβηρικές • | ιβηρικά • |
genitive | ιβηρικού • | ιβηρικής • | ιβηρικού • | ιβηρικών • | ιβηρικών • | ιβηρικών • |
accusative | ιβηρικό • | ιβηρική • | ιβηρικό • | ιβηρικούς • | ιβηρικές • | ιβηρικά • |
vocative | ιβηρικέ • | ιβηρική • | ιβηρικό • | ιβηρικοί • | ιβηρικές • | ιβηρικά • |
Related terms
[edit]- Ίβηρας (Íviras, “Iberian -person-”)
- Ιβηρική χερσόνησος (Ivirikí chersónisos, “Iberian Peninsula”)
- see: Ιβηρία f (Iviría, “Iberia”)