ιδιοτελής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ιδιοτελής • (idiotelís) m (feminine ιδιοτελής, neuter ιδιοτελές)
Declension
[edit]Declension of ιδιοτελής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιδιοτελής • | ιδιοτελής • | ιδιοτελές • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελή • |
genitive | ιδιοτελούς • / ιδιοτελή • | ιδιοτελούς • | ιδιοτελούς • | ιδιοτελών • | ιδιοτελών • | ιδιοτελών • |
accusative | ιδιοτελή • | ιδιοτελή • | ιδιοτελές • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελή • |
vocative | ιδιοτελή • / ιδιοτελής • | ιδιοτελής • | ιδιοτελές • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελείς • | ιδιοτελή • |
Related terms
[edit]- ιδιοτέλεια f (idiotéleia, “selfishness”)