Jump to content

ιεραρχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

ιεραρχία (ierarchíaf (plural ιεραρχίες)

  1. hierarchy

Declension

[edit]
singular plural
nominative ιεραρχία (ierarchía) ιεραρχίες (ierarchíes)
genitive ιεραρχίας (ierarchías) ιεραρχιών (ierarchión)
accusative ιεραρχία (ierarchía) ιεραρχίες (ierarchíes)
vocative ιεραρχία (ierarchía) ιεραρχίες (ierarchíes)

Further reading

[edit]