ιλλυρικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἰλλυρικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Hellenistic Koine Greek ἰλλυρικός.
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ιλλυρικός • (illyrikós) m (feminine ιλλυρική, neuter ιλλυρικό)
- of or relating to the ancient Illyria
Declension
[edit]Declension of ιλλυρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιλλυρικός • | ιλλυρική • | ιλλυρικό • | ιλλυρικοί • | ιλλυρικές • | ιλλυρικά • |
genitive | ιλλυρικού • | ιλλυρικής • | ιλλυρικού • | ιλλυρικών • | ιλλυρικών • | ιλλυρικών • |
accusative | ιλλυρικό • | ιλλυρική • | ιλλυρικό • | ιλλυρικούς • | ιλλυρικές • | ιλλυρικά • |
vocative | ιλλυρικέ • | ιλλυρική • | ιλλυρικό • | ιλλυρικοί • | ιλλυρικές • | ιλλυρικά • |
Derived terms
[edit]- Ιλλυρικό n (Illyrikó, “Roman and Byzantine administrative region equivalent of the Balkans”) (historical)