καμουφλαρίστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καμουφλαρίστηκα • (kamouflarístika)
- 1st person singular simple past form of καμουφλάρομαι (kamoufláromai) passive of καμουφλάρω.
καμουφλαρίστηκα • (kamouflarístika)