καμπίσιος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]καμπίσιος • (kampísios) m (feminine καμπίσιοα, neuter καμπίσιο)
- (of the) plain, plains
- καμπίσια πέρδικα ― kampísia pérdika ― grey partridge (literally, “plains partridge”)
Declension
[edit]Declension of καμπίσιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καμπίσιος • | καμπίσια • | καμπίσιο • | καμπίσιοι • | καμπίσιες • | καμπίσια • |
genitive | καμπίσιου • | καμπίσιας • | καμπίσιου • | καμπίσιων • | καμπίσιων • | καμπίσιων • |
accusative | καμπίσιο • | καμπίσια • | καμπίσιο • | καμπίσιους • | καμπίσιες • | καμπίσια • |
vocative | καμπίσιε • | καμπίσια • | καμπίσιο • | καμπίσιοι • | καμπίσιες • | καμπίσια • |
Synonyms
[edit]- πεδινός (pedinós)
Related terms
[edit]- κάμπος m (kámpos, “plain”)
- καμπίσια πέρδικα f (kampísia pérdika, “grey partridge”)