καστανέρυθρος
Greek
Etymology
καστανός (kastanós, “brown”) + ερυθρός (erythrós, “red”)
Adjective
καστανέρυθρος • (kastanérythros) m (feminine ερυθροκύανη, neuter ερυθροκύανο)
Declension
Declension of καστανέρυθρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανέρυθρος • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθροι • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
genitive | καστανέρυθρου • | καστανέρυθρης • | καστανέρυθρου • | καστανέρυθρων • | καστανέρυθρων • | καστανέρυθρων • |
accusative | καστανέρυθρο • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθρους • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
vocative | καστανέρυθρε • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθροι • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
Coordinate terms
Related terms
- καστανέρυθρο n (kastanérythro, “maroon”, noun)