κατεύθυνση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]κατευθύνω (katefthýno) + ση (si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κατεύθυνση • (katéfthynsi) f (plural κατευθύνσεις)
Declension
[edit]Declension of κατεύθυνση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κατεύθυνση • | κατευθύνσεις • | |
genitive | κατεύθυνσης • | κατευθύνσεων • | |
accusative | κατεύθυνση • | κατευθύνσεις • | |
vocative | κατεύθυνση • | κατευθύνσεις • | |
Older or formal genitive singular: κατευθύνσεως • |