κυβερνημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of κυβερνιέμαι (kyverniémai), or κυβερνώμαι (kyvernómai), passive voice forms of κυβερνώ (“govern”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]κυβερνημένος • (kyverniménos) m (feminine κυβερνημένη, neuter κυβερνημένο)
Declension
[edit]Declension of κυβερνημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυβερνημένος • | κυβερνημένη • | κυβερνημένο • | κυβερνημένοι • | κυβερνημένες • | κυβερνημένα • |
genitive | κυβερνημένου • | κυβερνημένης • | κυβερνημένου • | κυβερνημένων • | κυβερνημένων • | κυβερνημένων • |
accusative | κυβερνημένο • | κυβερνημένη • | κυβερνημένο • | κυβερνημένους • | κυβερνημένες • | κυβερνημένα • |
vocative | κυβερνημένε • | κυβερνημένη • | κυβερνημένο • | κυβερνημένοι • | κυβερνημένες • | κυβερνημένα • |
Related terms
[edit]- κυβερνών (kyvernón, “who governs”, active present participle)