λιπαντικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λιπαντικό • (lipantikó) n (plural λιπαντικά)
Declension
[edit]Declension of λιπαντικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λιπαντικό • | λιπαντικά • |
genitive | λιπαντικού • | λιπαντικών • |
accusative | λιπαντικό • | λιπαντικά • |
vocative | λιπαντικό • | λιπαντικά • |
Related terms
[edit]- see: λιπαίνω (lipaíno, “to lubricate”)