λοιμοκαθαρτήριο
Greek
Noun
λοιμοκαθαρτήριο • (loimokathartírio) n (plural λοιμοκαθαρτήρια)
Declension
Declension of λοιμοκαθαρτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
genitive | λοιμοκαθαρτηρίου •, λοιμοκαθαρτήριου • | λοιμοκαθαρτηρίων • |
accusative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
vocative | λοιμοκαθαρτήριο • | λοιμοκαθαρτήρια • |
Synonyms
- λαζαρέτο n (lazaréto)