μαγειρεύτηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μαγειρεύτηκα • (mageiréftika)
- 1st person singular simple past form of μαγειρεύομαι (mageirévomai) passive of μαγειρεύω.
μαγειρεύτηκα • (mageiréftika)