μαμμόθρεφτος
Greek
Etymology
From Koine Greek μαμμόθρεπτος (mammóthreptos), initially "one who is fed by grandmother", from μάμμη (mámmē) + θρεπτός (threptós), verbal adjective from τρέφω (tréphō, “to feed, to bring up”). Cognate with English mammothrept.
Pronunciation
Adjective
μαμμόθρεφτος • (mammóthreftos) m (feminine μαμμόθρεφτη, neuter μαμμόθρεφτο)
- (derogatory, usually of a child but also of adults) pampered, mollycoddled, spoilt (treat with excessive care, attention or indulgence and thus unable to function without help)
- Τι περιμένεις; Στη σημερινή μέρα, όλοι οι νέοι είναι μαμμόθρεφτοι και εντελώς ανίκανοι. ― Ti periméneis? Sti simeriní méra, óloi oi néoi eínai mammóthreftoi kai entelós aníkanoi. ― What do you expect? Nowadays, all young people are mollycoddled and completely incompetent.
Declension
Declension of μαμμόθρεφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαμμόθρεφτος • | μαμμόθρεφτη • | μαμμόθρεφτο • | μαμμόθρεφτοι • | μαμμόθρεφτες • | μαμμόθρεφτα • |
genitive | μαμμόθρεφτου • | μαμμόθρεφτης • | μαμμόθρεφτου • | μαμμόθρεφτων • | μαμμόθρεφτων • | μαμμόθρεφτων • |
accusative | μαμμόθρεφτο • | μαμμόθρεφτη • | μαμμόθρεφτο • | μαμμόθρεφτους • | μαμμόθρεφτες • | μαμμόθρεφτα • |
vocative | μαμμόθρεφτε • | μαμμόθρεφτη • | μαμμόθρεφτο • | μαμμόθρεφτοι • | μαμμόθρεφτες • | μαμμόθρεφτα • |
Synonyms
- χαϊδεμένος (chaïdeménos)
- παιδοβούβαλος (paidovoúvalos)