μεροληψία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεροληψία • (merolipsía) f (uncountable)
Declension
[edit] μεροληψία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | μεροληψία • |
genitive | μεροληψίας • |
accusative | μεροληψία • |
vocative | μεροληψία • |
Related terms
[edit]- αμεροληψία f (amerolipsía, “impartiality”)
- αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased, impartial”)