μονομέρεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μονο- (mono-, “mono”) + μέρος (méros, “part”) + -εια (-eia, “-ism”).
Noun
[edit]μονομέρεια • (monoméreia) f (plural μονομέρειες)
Declension
[edit]Declension of μονομέρεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονομέρεια • | μονομέρειες • |
genitive | μονομέρειας • | μονομερειών • |
accusative | μονομέρεια • | μονομέρειες • |
vocative | μονομέρεια • | μονομέρειες • |
Related terms
[edit]- μονομερής (monomerís, “unilateral”)
- πολυμέρεια f (polyméreia, “multilateralism”)