μοσκοβολιά
Jump to navigation
Jump to search
See also: μοσκοβόλια
Greek
[edit]Noun
[edit]μοσκοβολιά • (moskovoliá) f
- (colloquial) Alternative form of μοσχοβολιά (moschovoliá)
Declension
[edit]Declension of μοσκοβολιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοσκοβολιά • | μοσκοβολιές • |
genitive | μοσκοβολιάς • | μοσκοβολιών • |
accusative | μοσκοβολιά • | μοσκοβολιές • |
vocative | μοσκοβολιά • | μοσκοβολιές • |