μποϊκοταρίστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μποϊκοταρίστηκα • (boïkotarístika)
- 1st person singular simple past form of μποϊκοτάρομαι (boïkotáromai) passive of μποϊκοτάρω.
μποϊκοταρίστηκα • (boïkotarístika)