νορεπινεφρίνη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]νορεπινεφρίνη • (norepinefríni) f (uncountable)
- (neurophysiology) norepinephrine
Declension
[edit] νορεπινεφρίνη
case \ number | singular |
---|---|
nominative | νορεπινεφρίνη • |
genitive | νορεπινεφρίνης • |
accusative | νορεπινεφρίνη • |
vocative | νορεπινεφρίνη • |
Further reading
[edit]- νορεπινεφρίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el