οικοδομική άδεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]See οικοδομικός (oikodomikós, “of construction, buliding”), άδεια f (ádeia, “permission, permit”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]οικοδομική άδεια • (oikodomikí ádeia) f (plural οικοδομική άδεια)
Declension
[edit]Declension of οικοδομική άδεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
genitive | οικοδομικής άδειας • | οικοδομικών αδειών • |
accusative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
vocative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
Related terms
[edit]- see: οικοδομώ (oikodomó, “I build”)