Jump to content

ορεινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Origin Ancient Greek ὄρος (óros, mountain)

Adjective

[edit]

ορεινός (oreinósm (feminine ορεινή, neuter ορεινό)

  1. mountainous
    Synonym: βουνήσιος (vounísios)

Declension

[edit]
Declension of ορεινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ορεινός (oreinós) ορεινή (oreiní) ορεινό (oreinó) ορεινοί (oreinoí) ορεινές (oreinés) ορεινά (oreiná)
genitive ορεινού (oreinoú) ορεινής (oreinís) ορεινού (oreinoú) ορεινών (oreinón) ορεινών (oreinón) ορεινών (oreinón)
accusative ορεινό (oreinó) ορεινή (oreiní) ορεινό (oreinó) ορεινούς (oreinoús) ορεινές (oreinés) ορεινά (oreiná)
vocative ορεινέ (oreiné) ορεινή (oreiní) ορεινό (oreinó) ορεινοί (oreinoí) ορεινές (oreinés) ορεινά (oreiná)