οφθαλμοκινητικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
οφθαλμοκινητικότητα • (ofthalmokinitikótita) f
Declension[edit]
declension of οφθαλμοκινητικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | οφθαλμοκινητικότητα • | οφθαλμοκινητικότητες • |
genitive | οφθαλμοκινητικότητας • | οφθαλμοκινητικοτήτων • |
accusative | οφθαλμοκινητικότητα • | οφθαλμοκινητικότητες • |
vocative | οφθαλμοκινητικότητα • | οφθαλμοκινητικότητες • |