περίμετρος
Greek
Noun
περίμετρος • (perímetros) f (plural περίμετρος)
Declension
Declension of περίμετρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίμετρος • | περίμετροι • |
genitive | περιμέτρου • | περιμέτρων • |
accusative | περίμετρο • | περιμέτρους • |
vocative | περίμετρε • | περίμετροι • |
See also
- περιφέρεια f (periféreia, “perimeter”)
- περιμετρικός f (perimetrikós, “peripheral”)
- διάμετρος f (diámetros, “diameter”)
- ακτίνα f (aktína, “radius”)