περίστροφο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]περίστροφο • (perístrofo) n (plural περίστροφα)
- revolver (a handgun with revolving chamber)
Declension
[edit]Declension of περίστροφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περίστροφο • | περίστροφα • |
genitive | περιστρόφου •, περίστροφου • | περιστρόφων • |
accusative | περίστροφο • | περίστροφα • |
vocative | περίστροφο • | περίστροφα • |
See also
[edit]- πιστόλι n (pistóli, “pistol, handgun”)
Further reading
[edit]- περίστροφο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el