πρωτοπορία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πρώτος (prótos, “first”) + πορεία (poreía, “course, direction”), a calque of French avant-garde.
Noun
[edit]πρωτοπορία • (protoporía) f (plural πρωτοπορίες)
Declension
[edit]Declension of πρωτοπορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωτοπορία • | πρωτοπορίες • |
genitive | πρωτοπορίας • | πρωτοποριών • |
accusative | πρωτοπορία • | πρωτοπορίες • |
vocative | πρωτοπορία • | πρωτοπορίες • |
Synonyms
[edit]- αβανγκάρντ n (avangkárnt)
Further reading
[edit]- πρωτοπορία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language