ριζοσπαστικοποιήθηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]ριζοσπαστικοποιήθηκα • (rizospastikopoiíthika)
- 1st person singular simple past form of ριζοσπαστικοποιούμαι (rizospastikopoioúmai).
ριζοσπαστικοποιήθηκα • (rizospastikopoiíthika)