σκανδιναβικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
σκανδιναβικός • (skandinavikós) m (feminine σκανδιναβική, neuter σκανδιναβικό)
Declension[edit]
Declension of σκανδιναβικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκανδιναβικός • | σκανδιναβική • | σκανδιναβικό • | σκανδιναβικοί • | σκανδιναβικές • | σκανδιναβικά • |
genitive | σκανδιναβικού • | σκανδιναβικής • | σκανδιναβικού • | σκανδιναβικών • | σκανδιναβικών • | σκανδιναβικών • |
accusative | σκανδιναβικό • | σκανδιναβική • | σκανδιναβικό • | σκανδιναβικούς • | σκανδιναβικές • | σκανδιναβικά • |
vocative | σκανδιναβικέ • | σκανδιναβική • | σκανδιναβικό • | σκανδιναβικοί • | σκανδιναβικές • | σκανδιναβικά • |
Related terms[edit]
- see: Σκανδιναβία f (Skandinavía, “Scandinavia”)
Further reading[edit]
- σκανδιναβικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.