στέριωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στέριωμα • (stérioma) n
- Alternative form of στερέωμα (steréoma)
Declension
[edit]Declension of στέριωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στέριωμα • | στερίωματα • |
genitive | στερίωματος • | στεριωμάτων • |
accusative | στέριωμα • | στερίωματα • |
vocative | στέριωμα • | στερίωματα • |