στρατοκράτης
Greek
Noun
στρατοκράτης • (stratokrátis) m (plural στρατοκράτες)
Declension
Declension of στρατοκράτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατοκράτης • | στρατοκράτες • |
genitive | στρατοκράτη • | στρατοκρατών • |
accusative | στρατοκράτη • | στρατοκράτες • |
vocative | στρατοκράτη • | στρατοκράτες • |