συμπολεμίστρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]συμ- (συν-) (sym- (syn-), “with”) + πολεμίστρια (polemístria, “fighter”). First attested 1896.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συμπολεμίστρια • (sympolemístria) f (plural συμπολεμίστριες, masculine συμπολεμιστής)
Declension
[edit]Declension of συμπολεμίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |
genitive | συμπολεμίστριας • | συμπολεμιστριών • |
accusative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |
vocative | συμπολεμίστρια • | συμπολεμίστριες • |