συνηθέστερος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]συνηθέστερος • (synithésteros) m (feminine συνηθέστερη, neuter συνηθέστερο)
- comparative degree of συνήθης (syníthis)
Declension
[edit]Declension of συνηθέστερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνηθέστερος • | συνηθέστερη • | συνηθέστερο • | συνηθέστεροι • | συνηθέστερες • | συνηθέστερα • |
genitive | συνηθέστερου • | συνηθέστερης • | συνηθέστερου • | συνηθέστερων • | συνηθέστερων • | συνηθέστερων • |
accusative | συνηθέστερο • | συνηθέστερη • | συνηθέστερο • | συνηθέστερους • | συνηθέστερες • | συνηθέστερα • |
vocative | συνηθέστερε • | συνηθέστερη • | συνηθέστερο • | συνηθέστεροι • | συνηθέστερες • | συνηθέστερα • |