συρματόπλεγμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]σύρμα (sýrma, “wire”) + πλέγμα (plégma, “mesh, netting”)
Noun
[edit]συρματόπλεγμα • (syrmatóplegma) n (plural συρματοπλέγματα)
Declension
[edit]Declension of συρματόπλεγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
genitive | συρματοπλέγματος • | συρματοπλεγμάτων • |
accusative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
vocative | συρματόπλεγμα • | συρματοπλέγματα • |
Synonyms
[edit]- (wire netting): σύρμα n (sýrma)
- (barbed wire): αγκαθωτό σύρμα n (agkathotó sýrma)