σχοινοβάτης
Greek
Etymology
σχοινί (schoiní, “rope”) + -βάτης (-vátis, “walker”)
Noun
σχοινοβάτης • (schoinovátis) m (plural σχοινοβάτες, feminine σχοινοβάτισσα)
Declension
Declension of σχοινοβάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχοινοβάτης • | σχοινοβάτες • |
genitive | σχοινοβάτη • | σχοινοβατών • |
accusative | σχοινοβάτη • | σχοινοβάτες • |
vocative | σχοινοβάτη • | σχοινοβάτες • |