τετραγωνικό εκατοστό
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
τετραγωνικό εκατοστό • (tetragonikó ekatostó) n (plural τετραγωνικά εκατοστά)
τετραγωνικό εκατοστό • (tetragonikó ekatostó) n (plural τετραγωνικά εκατοστά)