τεχνητές γονιμοποίησες

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τεχνητές γονιμοποίησες (technités gonimopoíisesf

  1. Plural form of τεχνητή γονιμοποίηση (technití gonimopoíisi).